- ενέχυρο
- gage
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ενέχυρο — το 1. κινητό αντικείμενο αξίας (μεγαλύτερης από το δάνειο), που παίρνει ο δανειστής από τον οφειλέτη για ασφάλεια του δανείου: Βάζω ενέχυρο το δαχτυλίδι μου. 2. (νομ.), εμπράγματο δικαίωμα σε κινητό ξένο πράγμα, με το οποίο ο πιστωτής εξασφαλίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… … Dictionary of Greek
ενεχυριαστής — ο (Μ ἐνεχυριαστής) νεοελλ. 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να δανείζει με ενέχυρο 2. αυτός που δίνει κάτι ως ενέχυρο μσν. αυτός που παίρνει κάτι ως ενέχυρο, για να εξασφαλίσει οφειλόμενο σ αυτόν χρέος … Dictionary of Greek
εμπράγματα δικαιώματα — Τα ιδιωτικά δικαιώματα, τα οποία παρέχουν άμεση εξουσία πάνω σε ένα πράγμα. Κύριο χαρακτηριστικό της εξουσίας αυτής είναι ότι μπορεί να στραφεί εναντίον όλων, γι’ αυτό και, υπό αυτή την έννοια, τα ε.δ. ονομάζονται και απόλυτα, σε αντίθεση με τα… … Dictionary of Greek
αντίχρηση — (γαλλ. antichrèse, ιταλ. anticresi).Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. ήταν η συμφωνία κατά την οποία ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής έπαιρνε αντί των τόκων τους καρπούς του πράγματος· ο θεσμός επέζησε σε διάφορα νεότερα δίκαια (Γαλλία,… … Dictionary of Greek
ενεχυράζω — ἐνεχυράζω (Α) [ενέχυρον] 1. παίρνω ως ενέχυρο («μήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.) 2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.) 3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» μού παίρνουν… … Dictionary of Greek
ενεχυριάζω — (Μ ἐνεχυριάζω) δίνω κάτι ως ενέχυρο για να πάρω δάνειο μσν. παίρνω κάτι ως ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το ενεχυράζω με επίδραση τών ρ. σε ιάζω] … Dictionary of Greek
ενεχυροδανειστήριο(ν) — το πιστωτικό ίδρυμα ή γραφείο που δίνει δάνεια με ενέχυρο, δηλ. έντοκα δάνεια που ασφαλίζονται με ενέχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστήριο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ενεχυροδανειστής — ο αυτός που παρέχει δάνεια παίρνοντας ενέχυρο, αυτός που διατηρεί ενεχυροδανειστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Παν. Ηλιόπουλο] … Dictionary of Greek
ενεχυροδανειστικός — ή, ό(ν) αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον δανεισμό με ενέχυρο («ενεχυροδανειστικά γραφεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενεχυρο(ν) + δανειστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παληάνθρωπος] … Dictionary of Greek
ενεχυρούχος — ο, η αυτός που κρατεί κάτι ως ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + ουχοι < έχω] … Dictionary of Greek